Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
above /əˈbʌv/ = PREPOSITION: πάνω από; ADVERB: άνω, άνωθεν, υπεράνω, από πάνω, ως άνωθεν, εκεί πάνω, ανώτερος σε βαθμό; USER: πάνω από, άνω, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
according /əˈkôrd/ = VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω; USER: σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, ανάλογα με

GT GD C H L M O
account /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω

GT GD C H L M O
accountability /əˈkaʊn.tə.bl̩/ = NOUN: ευθύνη; USER: ευθύνη, λογοδοσίας, λογοδοσία, υπευθυνότητα, της λογοδοσίας

GT GD C H L M O
accounts /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς

GT GD C H L M O
achieve /əˈtʃiːv/ /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει

GT GD C H L M O
achieved /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτυγχάνονται, επιτευχθούν, επιτεύχθηκε

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
active /ˈæk.tɪv/ = ADJECTIVE: ενεργός, δραστήριος, ενεργητικός, δρων; USER: ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργή, ενεργού, ενεργού

GT GD C H L M O
acumen /ˈæk.jʊ.mən/ = NOUN: οξύνοια, αγχίνοια; USER: οξύνοια, δαιμόνιο, οξυδέρκεια, βαθμό αντίληψης, διορατικότητα

GT GD C H L M O
administrate /ədˈminəˌstrāt/ = USER: διαχειρίζεται, διαχειριστεί, διαχείρισή τους, διαχείρισή, διαχειρίζεται την

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
along /əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός; USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
always /ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς; USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα

GT GD C H L M O
american /əˈmer.ɪ.kən/ = NOUN: Αμερικανός; ADJECTIVE: αμερικάνικος; USER: Αμερικανός, Αμερικανική, american, αμερικάνικες, αμερικάνικο

GT GD C H L M O
analytics /ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
appreciated /əˈpriː.ʃi.eɪt/ = ADJECTIVE: εκτιμωμένος; USER: εκτιμηθεί, εκτιμάται, εκτίμησα, εκτιμήθηκε, κατανοητό

GT GD C H L M O
appropriate /əˈprəʊ.pri.ət/ = ADJECTIVE: κατάλληλος; VERB: προορίζω, σφετερίζομαι; USER: κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες

GT GD C H L M O
apr /ˌeɪ.piˈɑːr/ = USER: Απρίλιος, Απρίλιο, Απρ, Απρίλης, Απρ."

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
areas /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
assigned /əˈsaɪn/ = VERB: αναθέτω, εκχωρώ, απονέμω, προσδιορίζω; USER: ανατεθεί, εκχωρηθεί, ανατίθενται, αποδίδεται, έχουν ανατεθεί

GT GD C H L M O
associate /əˈsəʊ.si.eɪt/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι; NOUN: σύντροφος; USER: συνδέουν, συνδέσει, συσχετίσει, συνδέσουν, συσχετίζουν

GT GD C H L M O
associations /əˌsəʊ.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός, εταιρία, όμιλος; USER: ενώσεις, ενώσεων, οργανώσεις, οι ενώσεις, σύλλογοι

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
bachelor /ˈbætʃ.əl.ər/ = ADJECTIVE: άγαμος; NOUN: απόφοιτος, εργενής, τελειόφοιτος; USER: άγαμος, Bachelor, πανεπιστημίου, πτυχίο, μπάτσελορ

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
biggest /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μέγιστος; USER: μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, το μεγαλύτερο, η μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
brand /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand

GT GD C H L M O
broader /brɔːd/ = USER: ευρύτερες, ευρύτερου, ευρύτερη, ευρύτερο, ευρύτερης

GT GD C H L M O
budget /ˈbʌdʒ.ɪt/ = NOUN: προϋπολογισμός; VERB: προϋπολογίζω; USER: προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό

GT GD C H L M O
build /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει

GT GD C H L M O
builder /ˈbɪl.dər/ = NOUN: οικοδόμος; USER: οικοδόμος, Builder, Δόμηση, κατασκευαστή, οικοδόμου

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
challenger /ˈtʃæl.ɪn.dʒər/ = NOUN: διεκδικητής, προκαλών; USER: διεκδικητής, αμφισβητία, αμφισβητίας, τον αμφισβητία, αντιπάλου

GT GD C H L M O
challenges /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: προκλήσεις, προκλήσεων, τις προκλήσεις, προκλήσεις που, προκλήσεων που

GT GD C H L M O
channel /ˈtʃæn.əl/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: κανάλι, δίαυλος, καναλιού, καναλιών, διαύλου

GT GD C H L M O
channels /ˈtʃæn.əl/ = NOUN: κανάλι, δίαυλος, μέσο, αγωγός, αυλάκι, πορθμός; VERB: αυλακώνω, μεταφέρω, διοχετεύω; USER: κανάλια, καναλιών, τα κανάλια, διαύλους, διαύλων

GT GD C H L M O
client /ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, client

GT GD C H L M O
clients /ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες

GT GD C H L M O
coach /kəʊtʃ/ = NOUN: πούλμαν, προπονητής, άμαξα, εκπαιδευτής, προγυμναστής, υπεραστικό λεωφορείο; VERB: προγυμνάζω; USER: πούλμαν, προπονητής, προπονητή, λεωφορείο, τουριστικό

GT GD C H L M O
coaching /kəʊtʃ/ = NOUN: προπόνηση; USER: προπόνηση, Προπονητής, καθοδήγηση, coaching, προγύμνασης

GT GD C H L M O
command /kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία; VERB: προστάζω, διοικώ; USER: εντολή, διοίκηση, εντολών, εντολής, γραμμή

GT GD C H L M O
communication /kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα; USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
complex /ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ; ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος; USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες

GT GD C H L M O
conduct /kənˈdʌkt/ = NOUN: συμπεριφορά, διεξαγωγή, διαγωγή, οδηγία; VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω; USER: συμπεριφορά, διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διεξάγουν

GT GD C H L M O
conducting /kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω; USER: διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διενέργεια, τη διενέργεια

GT GD C H L M O
conflict /ˈkɒn.flɪkt/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω

GT GD C H L M O
consistent /kənˈsɪs.tənt/ = ADJECTIVE: συνεπής, σταθερός; USER: συνεπής, συνεπή, συνάδει, συνεπείς, σύμφωνη

GT GD C H L M O
consultancy /kənˈsʌl.tən.si/ = USER: συμβουλών, συμβούλων, συμβουλευτικές υπηρεσίες, συμβουλευτικές, παροχή συμβουλών

GT GD C H L M O
consultative /kənˈsʌl.tə.tɪv/ = ADJECTIVE: συμβουλευτικός; USER: συμβουλευτικός, Συμβουλευτικής, Συμβουλευτική, συμβουλευτικό, συμβουλευτικών

GT GD C H L M O
contracts /ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό; USER: συμβάσεις, συμβάσεων, συμβόλαια, τις συμβάσεις, οι συμβάσεις

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
cooperation /kəʊˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, συμβολή, συνεργία; USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας

GT GD C H L M O
coordinating /kōˈôrdəˌnāt/ = VERB: συντονίζω; USER: συντονισμού, συντονισμό, το συντονισμό, συντονιστικό, τον συντονισμό

GT GD C H L M O
coordination /kəʊˌɔː.dɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: συντονισμός; USER: συντονισμός, συντονισμού, συντονισμό, ο συντονισμός, τον συντονισμό

GT GD C H L M O
corporate /ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός; USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
country /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος; USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες

GT GD C H L M O
cross /krɒs/ = NOUN: σταυρός, διασταύρωση; ADJECTIVE: διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός; VERB: διασχίζω, περνώ, σταυρώνω, διασταυρώνω, εμποδίζω, περνώ απέναντι; USER: σταυρός, διασταύρωση, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει

GT GD C H L M O
culture /ˈkʌl.tʃər/ = NOUN: καλλιέργεια, κουλτούρα, πολιτισμός, παιδεία, μόρφωση; USER: πολιτισμός, κουλτούρα, καλλιέργεια, πολιτισμού, πολιτισμό

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
cycles /ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα; USER: κύκλων, κύκλους, κύκλοι, των κύκλων, τους κύκλους

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
deal /dɪəl/ = NOUN: συμφωνία, μεταχείριση, μοιρασιά; VERB: μοιράζω, καταφέρω, μεταχειρίζομαι; USER: αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, ασχοληθεί

GT GD C H L M O
dec /ˈdeb.juː.tɒnt/ = USER: Δεκέμβριος, Δεκέμβριο, Δεκέμβρης, Δεκ, Δεκ.

GT GD C H L M O
degree /dɪˈɡriː/ = NOUN: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, μοίρα, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, βαθμός θερμοκρασίας, μοίρα κύκλου; USER: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, βαθμό, βαθμού

GT GD C H L M O
deliver /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; NOUN: διανομέας, λυτρότητα; USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν

GT GD C H L M O
demanding /dɪˈmɑːn.dɪŋ/ = ADJECTIVE: διεκδικητικός; USER: απαιτητική, απαιτητικές, απαιτητικό, απαιτώντας, απαιτητικούς

GT GD C H L M O
department /dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος; USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department

GT GD C H L M O
departmental /ˌdiː.pɑːtˈmen.təl/ = ADJECTIVE: τμήματος, κλαδικός; USER: τμήματος, νομαρχιακό, υπηρεσιών, νομαρχιακών, τμημάτων

GT GD C H L M O
depth /depθ/ = NOUN: βάθος, βαθύτητα, πυθμένας, βαθύτης; USER: βάθος, βάθους, εμπεριστατωμένη, σε βάθος, το βάθος

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
determine /dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω; USER: καθοριστεί, καθορίσουν, καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει

GT GD C H L M O
develop /dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει

GT GD C H L M O
developer /dɪˈvel.ə.pər/ = USER: προγραμματιστή, προγραμματιστής, developer, έργου, δημιουργών

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
direct /daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: απευθείας, άμεσος, ευθύς, ειλικρινής; VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω; USER: κατευθύνουν, κατευθύνει, άμεση, διευθύνουν, απευθείας

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
disciplines /ˈdɪs.ə.plɪn/ = NOUN: πειθαρχία, γυμνάζω; USER: κλάδους, κλάδων, επιστήμες, ειδικότητες, επιστημονικούς κλάδους

GT GD C H L M O
education /ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση; USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
effective /ɪˈfek.tɪv/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος, ισχύων; USER: αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές

GT GD C H L M O
employment /ɪmˈplɔɪ.mənt/ = NOUN: εργασία, πρόσληψη; USER: εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, της απασχόλησης

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
environment /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
equipment /ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός; USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές

GT GD C H L M O
exceed /ɪkˈsiːd/ = VERB: υπερβαίνω, υπερβάλλω; USER: υπερβαίνουν, υπερβαίνει, υπερβαίνει το, να υπερβαίνει το, να υπερβαίνει

GT GD C H L M O
excellence /ˈek.səl.əns/ = NOUN: υπεροχή; USER: υπεροχή, αριστείας, αριστεία, την αριστεία, τελειότητα

GT GD C H L M O
execute /ˈek.sɪ.kjuːt/ = VERB: εκτελώ, θανατώνω; USER: εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελέσουν, εκτελεί

GT GD C H L M O
executing /ˈek.sɪ.kjuːt/ = VERB: εκτελώ, θανατώνω; USER: εκτέλεσης, εκτέλεση, την εκτέλεση, εκτελεί

GT GD C H L M O
executive /ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός; NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος; USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά

GT GD C H L M O
executives /ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος; USER: στελέχη, στελεχών, τα στελέχη, στελέχη της, διευθυντικά στελέχη

GT GD C H L M O
expenses /ɪkˈspens/ = NOUN: έξοδα, έμμεσα έξοδα; USER: έξοδα, δαπάνες, εξόδων, δαπανών, τα έξοδα

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
expertise /ˌek.spɜːˈtiːz/ = NOUN: πραγματογνωμοσύνη; USER: πραγματογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνης, εμπειρία, τεχνογνωσία

GT GD C H L M O
exposure /ɪkˈspəʊ.ʒər/ = NOUN: έκθεση, αποκάλυψη, θέση; USER: έκθεση, έκθεσης, την έκθεση, ανοίγματος, της έκθεσης

GT GD C H L M O
facilitate /fəˈsɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: διευκολύνω, ευκολύνω; USER: διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκολυνθεί η, διευκολύνει, διευκόλυνση

GT GD C H L M O
facilitated /fəˈsɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: διευκολύνω, ευκολύνω; USER: διευκολύνεται, διευκολυνθεί, διευκόλυνε, διευκόλυναν, διευκολύνονται

GT GD C H L M O
faster /fɑːst/ = USER: γρηγορότερα, ταχύτερη, ταχύτερα, πιο γρήγορα, γρήγορα

GT GD C H L M O
finance /ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία; VERB: χρηματοδοτώ; USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει

GT GD C H L M O
firm /fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος; ADJECTIVE: σταθερός, σφιχτός; USER: εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forecasting /ˈfɔː.kɑːst/ = VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω; USER: πρόβλεψης, πρόβλεψη, την πρόβλεψη, προβλέψεις, πρόγνωση

GT GD C H L M O
formulating /ˈfɔː.mjʊ.leɪt/ = VERB: διατυπώ, διατυπώνω; USER: διατύπωση, διαμόρφωση, τη διαμόρφωση, διατυπώνοντας, χάραξη

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
front /frʌnt/ = NOUN: εμπρός, μέτωπο, πρόσοψη, πρόσοψις; VERB: αντιμετωπίζω; ADJECTIVE: εμπρόσθινος; USER: εμπρός, πρόσοψη, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό, μπροστινό

GT GD C H L M O
functional /ˈfʌŋk.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: λειτουργικός, υπηρεσιακός; USER: λειτουργικός, λειτουργική, λειτουργικό, λειτουργικές, λειτουργικά

GT GD C H L M O
gentle /ˈdʒen.tl̩/ = ADJECTIVE: ευγενής, ήπιος, πράος, απαλός, ελαφρός; USER: ευγενής, ήπιος, ήπια, απαλή, απαλό

GT GD C H L M O
grow /ɡrəʊ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, αυξηθεί, αναπτύσσονται

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
highlights /ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: ανταύγειες; USER: ανταύγειες, Highlights, τονίζει, Τα κυριότερα σημεία, αναδεικνύει

GT GD C H L M O
himself /hɪmˈself/ = NOUN: λόφος; USER: ίδιος, εαυτό, τον εαυτό, ο ίδιος, τον εαυτό του

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
history /ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία; USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
identified /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = ADJECTIVE: αναγνωρισθείς; USER: προσδιορίζονται, που προσδιορίζονται, εντοπιστεί, εντοπίστηκαν, προσδιόρισε

GT GD C H L M O
impacted /ɪmˈpæk.tɪd/ = VERB: προσκρούω, εμπήγω; USER: κρούση, επηρεάζονται, επηρέασε, επηρεαστεί, επηρέασαν

GT GD C H L M O
implementation /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση; USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
implication /ˌɪm.plɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: υπαινιγμός, ενοχή, συμπερασμός, ενοχοποίηση; USER: υπαινιγμός, επιπτώσεις, επίπτωση, σιωπηρώς, εμμέσως

GT GD C H L M O
improve /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
indirect /ˌɪn.daɪˈrekt/ = ADJECTIVE: έμμεσος, πλάγιος; USER: έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, έμμεσων

GT GD C H L M O
individual /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός; USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική

GT GD C H L M O
initiate /ɪˈnɪʃ.i.eɪt/ = ADJECTIVE: μυημένος; VERB: μυώ, εισάγω; USER: κινήσει, κίνηση, κινεί, ξεκινήσει, κινήσει τη

GT GD C H L M O
initiatives /ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία; USER: πρωτοβουλίες, πρωτοβουλιών, τις πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες που, πρωτοβουλίες για

GT GD C H L M O
integrates /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω; USER: ενσωματώνει, ενοποιεί, ολοκληρώνει, ενσωματώνει την, ενσωματώνεται

GT GD C H L M O
integrator /ˈɪntɪɡreɪtər/ = USER: ολοκληρωτής, integrator, ολοκληρωτή, ολοκλήρωσης, ολοκληρωμένων

GT GD C H L M O
integrity /ɪnˈteɡ.rə.ti/ = NOUN: ακεραιότητα, ακεραιότης; USER: ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα

GT GD C H L M O
interdepartmental

GT GD C H L M O
internal /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό

GT GD C H L M O
international /ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής; USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών

GT GD C H L M O
intradepartmental = USER: ενδοτμηματικών

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
issues /ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος; VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ; USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
joint /dʒɔɪnt/ = NOUN: άρθρωση, αρμός, κλείδωση, τεμάχιο κρέατος, μέγα τεμάχιο κρέατος, καταγώνιο, καταγώγιο, τρώγλη; ADJECTIVE: συλλογικός, συντονισμένος, συνδεδεμένος εκ κοινού, συνδυασμένος; VERB: προσαρμόζω; USER: άρθρωση, κοινή, κοινού, κοινής, κοινές

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
knowledge /ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις; USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης

GT GD C H L M O
known /nəʊn/ = ADJECTIVE: γνωστός; USER: γνωστός, γνωστό, γνωστή, γνωστές, γνωστά

GT GD C H L M O
knows /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρει, γνωρίζει, γνωρίζουν, δεν ξέρει, δεν γνωρίζει

GT GD C H L M O
l = ABBREVIATION: μεγάλο; USER: μεγάλο, l,

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
law /lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής; ADJECTIVE: νομικός; USER: νόμος, νομική, δικαίου, δίκαιο, νόμου

GT GD C H L M O
lead /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί

GT GD C H L M O
leader /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής

GT GD C H L M O
leadership /ˈliː.də.ʃɪp/ = NOUN: ηγεσία, αρχηγία; USER: ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, της ηγεσίας

GT GD C H L M O
leading /ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών; NOUN: αρχηγία, οδηγία; USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
leverage /ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού; USER: μόχλευση, μόχλευσης, επιρροή, δύναμη, μοχλός

GT GD C H L M O
logistics /ləˈdʒɪs.tɪks/ = NOUN: επιμελητεία, επιστήμη της μεταφοράς ή προμήθειας πολεμικών εφοδίων; USER: επιμελητεία, εφοδιαστικής, logistics, εφοδιαστική, της εφοδιαστικής

GT GD C H L M O
maintain /meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί

GT GD C H L M O
manageable /ˈmanijəbəl/ = ADJECTIVE: ευχείριστος; USER: διαχειρίσιμη, διαχειρίσιμο, διαχειρίσιμα, εύχρηστο, διαχειρίσιμες

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
managing /ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
maximize /ˈmæk.sɪ.maɪz/ = VERB: αυξάνω στον ανώτατο βαθμό; USER: μεγιστοποίηση, μεγιστοποίηση της, μεγιστοποιήσει, μεγιστοποιήσουν, μεγιστοποιηθεί

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
million /ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο; USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων

GT GD C H L M O
mix /mɪks/ = NOUN: μείγμα; VERB: ανακατεύω, σμίγω, μιγνύω, ανακατώνω, ανακατώνομαι, παρασκευάζω; USER: μείγμα, αναμειγνύεται, αναμίξετε, ανάμιξη, ανακατεύουμε

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
mos

GT GD C H L M O
multinational /ˌmʌl.tiˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: πολυεθνικός; USER: πολυεθνικός, πολυεθνικές, πολυεθνικών, πολυεθνική, πολυεθνικής

GT GD C H L M O
multiple /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος; NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά

GT GD C H L M O
multiples /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλάσια, πολλαπλάσιες, πολλαπλασίων, πολλαπλά

GT GD C H L M O
national /ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος; USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές

GT GD C H L M O
needed /ˈniː.dɪd/ = VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, χρειάζεται, χρειάζονται, χρειάζονται

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
negotiate /nəˈɡəʊ.ʃi.eɪt/ = VERB: διαπραγματεύομαι, εμπορεύομαι, υπερπηδώ, υπερνικώ; USER: διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτεί, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται

GT GD C H L M O
negotiations /nəˌɡəʊ.ʃiˈeɪ.ʃən/ = NOUN: διαπραγματεύσεις; USER: διαπραγματεύσεις, διαπραγματεύσεων, τις διαπραγματεύσεις, των διαπραγματεύσεων, οι διαπραγματεύσεις

GT GD C H L M O
negotiator /nɪˈɡəʊ.ʃi.eɪ.tər/ = NOUN: διαπραγματευτής, μεσολαβητής; USER: διαπραγματευτής, διαπραγματευτή, διαπραγματεύσεων, διαπραγματευτής της, διαπραγματεύσεων της

GT GD C H L M O
network /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
nov /nəʊˈvem.bər/ = USER: Νοέμβριος, Νοέμβριο, Νοέμβρης, Νοέμβρη, Νοέμ

GT GD C H L M O
november /nəʊˈvem.bər/ = NOUN: Νοέμβριος; USER: Νοέμβριος, Νοέμ., Νοέμβρης, Νοέμβριο, Νοέμ

GT GD C H L M O
objectives /əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: σκοπός, αντικείμενο; USER: στόχοι, στόχων, στόχους, τους στόχους, των στόχων

GT GD C H L M O
oct /ɒkˈtəʊ.bər/ = USER: Οκτώβριος, Οκτώβριο, Οκτώβρης, Οκτ., Οκτ

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
operational /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: επιχειρήσεων, της εργασίας; USER: επιχειρησιακά, λειτουργίας, επιχειρησιακή, επιχειρησιακών, επιχειρησιακές

GT GD C H L M O
opportunities /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
oversee /ˌəʊ.vəˈsiː/ = VERB: επιβλέπω, επιθεωρώ, επιτηρώ; USER: επιβλέπει, επιβλέπουν, εποπτεύει, επιβλέπει την, επίβλεψη

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
owner /ˈəʊ.nər/ = NOUN: ιδιοκτήτης, κτήτορας; USER: ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, κάτοχος, τον ιδιοκτήτη, κατόχου

GT GD C H L M O
p /piː/ = USER: p, π, σ, ρ, σ.

GT GD C H L M O
participate /pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι; USER: συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετοχής, συμμετάσχει

GT GD C H L M O
parties /ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς; USER: μέρη, κόμματα, μερών, συμβαλλόμενα μέρη, τα μέρη

GT GD C H L M O
partner /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο

GT GD C H L M O
partners /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους

GT GD C H L M O
partnership /ˈpɑːt.nə.ʃɪp/ = NOUN: συνεταιρισμός, ομόρρυθμη εταιρεία, συντροφιά; USER: συνεταιρισμός, εταιρικής σχέσης, εταιρική σχέση, συνεργασία, εταιρική

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
perspective /pəˈspek.tɪv/ = NOUN: προοπτική, άποψη; ADJECTIVE: προοπτικός; USER: προοπτική, άποψη, προοπτικών, προοπτικές, προοπτικής

GT GD C H L M O
plan /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο

GT GD C H L M O
potential /pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος; USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα

GT GD C H L M O
practices /ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση; VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω; USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που

GT GD C H L M O
preparation /ˌprep.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, προπαρασκευή, ετοιμασία, συσκευασία; USER: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, ετοιμασία, προπαρασκευή

GT GD C H L M O
present /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι; ADJECTIVE: τωρινός; VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν

GT GD C H L M O
presentation /ˌprez.ənˈteɪ.ʃən/ = NOUN: παρουσίαση, παράσταση, προσαγωγή, προσφορά; USER: παρουσίαση, παρουσίασης, την παρουσίαση, υποβολή, προσκόμιση

GT GD C H L M O
pricing /prīs/ = VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμολόγηση, τιμολόγησης, τιμές, τιμολογιακή, τιμών

GT GD C H L M O
priority /praɪˈɒr.ɪ.ti/ = NOUN: προτεραιότητα, προτεραιότης; USER: προτεραιότητα, προτεραιότητας, κατά προτεραιότητα, προτεραιότητας που

GT GD C H L M O
procedures /prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα; USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
productivity /ˌprɒd.ʌkˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: παραγωγικότητα; USER: παραγωγικότητα, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, την παραγωγικότητα, παραγωγικότητας της

GT GD C H L M O
professional /prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας; ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός; USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
protocols /ˈprəʊ.tə.kɒl/ = NOUN: πρωτόκολλο, εθιμοτυπία; USER: πρωτόκολλα, πρωτοκόλλων, τα πρωτόκολλα, πρωτόκολλα που, πρωτόκολλά

GT GD C H L M O
proven /pruːv/ = ADJECTIVE: αποδεδειγμένος, αποδειχθείς; USER: αποδεδειγμένος, αποδεδειγμένη, αποδεδειγμένα, αποδεδειγμένο, αποδεδειγμένες

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
public /ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο; ADJECTIVE: δημόσιος; USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας

GT GD C H L M O
pursuit /pəˈsjuːt/ = NOUN: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, ασχολία; USER: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, άσκηση, την άσκηση

GT GD C H L M O
quite /kwaɪt/ = ADVERB: αρκετά, εντελώς, μάλλον, όλως, πράγματι; USER: αρκετά, εντελώς, πολύ, είναι αρκετά, απολύτως, απολύτως

GT GD C H L M O
recommend /ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω; USER: συνιστώ, συστήνω, προτείνω, προτείνουμε, συνιστούν

GT GD C H L M O
recommendations /ˌrek.ə.menˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: σύσταση, ευχή, προτέρημα; USER: συστάσεις, προτάσεις, συστάσεων, τις συστάσεις, συστάσεις που

GT GD C H L M O
recruiting /rɪˈkruːt/ = VERB: στρατολογώ; USER: πρόσληψη, την πρόσληψη, στρατολόγηση, πρόσληψης, προσλήψεις

GT GD C H L M O
regional /ˈriː.dʒən.əl/ = ADJECTIVE: περιφερειακός, τοπικός, χωρικός; USER: περιφερειακός, περιφερειακών, περιφερειακές, περιφερειακή, περιφερειακό

GT GD C H L M O
relationship /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση

GT GD C H L M O
relationships /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων

GT GD C H L M O
relocation /ˌriː.ləʊˈkeɪt/ = NOUN: μετατόπιση; USER: μετατόπιση, μετεγκατάσταση, μετεγκατάστασης, μεταφορά, τη μετεγκατάσταση

GT GD C H L M O
report /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά

GT GD C H L M O
representation /ˌrep.rɪ.zenˈteɪ.ʃən/ = NOUN: αναπαράσταση, αντιπροσώπευση, παράσταση, διάβημα; USER: αναπαράσταση, αντιπροσώπευση, παράσταση, εκπροσώπηση, εκπροσώπησης

GT GD C H L M O
resources /ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι; USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους

GT GD C H L M O
responsible /rɪˈspɒn.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος; USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι

GT GD C H L M O
revenue /ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος; USER: έσοδα, Τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από

GT GD C H L M O
risk /rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση; VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω; USER: κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου

GT GD C H L M O
romanian /rʊˈmeɪ.ni.ən/ = ADJECTIVE: ρουμανικός; NOUN: Ρουμανός; USER: ρουμανικός, ρουμανική, Ρουμάνικα, ρουμανικά, της Ρουμανίας

GT GD C H L M O
rules /ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση; VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω; USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sale /seɪl/ = NOUN: πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, ευκαιρία; USER: πώληση, πώλησης, Τιμή πώλησης, Τιμή πώλησης

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
scale /skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο; VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι; USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά

GT GD C H L M O
school /skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων; VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ; USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική

GT GD C H L M O
sectors /ˈsek.tər/ = NOUN: τομέας, τομεύς; USER: τομείς, τομέων, κλάδους, κλάδων, τους τομείς

GT GD C H L M O
sell /sel/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλήσει, πωλούν, πωλεί, πουλήσει, πουλήσουν, πουλήσουν

GT GD C H L M O
selling /ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών; USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
sessions /ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος; USER: συνεδρίες, συνεδριάσεις, συνεδριών, συνόδων, συνόδους

GT GD C H L M O
share /ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές; VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό

GT GD C H L M O
skills /skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης; USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων

GT GD C H L M O
sme = USER: μμε, τις ΜΜΕ, sme, των ΜΜΕ"

GT GD C H L M O
soho = USER: Soho, Σόχο

GT GD C H L M O
speaking /-spiː.kɪŋ/ = NOUN: ομιλία, ομιλών; USER: ομιλία, μιλώντας, γραμμές, μιλάει, ομιλίας, ομιλίας

GT GD C H L M O
staffing /stɑːf/ = VERB: επανδρώνω; USER: στελέχωση, στελέχωσης, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό

GT GD C H L M O
stand /stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα; VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι; USER: στάση, σταθεί, ξεχωρίζουν, ηρεμία, να σταθεί

GT GD C H L M O
startup /dotcom/ = USER: εκκίνηση, εκκίνησης, την εκκίνηση, έναρξη, έναρξη λειτουργίας

GT GD C H L M O
stimulates /ˈstɪm.jʊ.leɪt/ = VERB: διεγείρω, ερεθίζω, παρακινώ; USER: διεγείρει, τονώνει, υποκινεί, διεγείρει την, ενεργοποιεί

GT GD C H L M O
strategic /strəˈtiː.dʒɪk/ = USER: στρατηγική, στρατηγικών, στρατηγικά, στρατηγικού, στρατηγικό

GT GD C H L M O
strategies /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγικές, στρατηγικών, τις στρατηγικές, των στρατηγικών, στρατηγικές για

GT GD C H L M O
strategist /ˈstratəjist/ = NOUN: στρατηγός; USER: στρατηγός, στρατηγικός, στρατηγικής, στρατηγικός αναλυτής, στρατηγικός αναλυτής της

GT GD C H L M O
strategy /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για

GT GD C H L M O
strong /strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη

GT GD C H L M O
sub /sʌb/ = PREFIX: υπο-; USER: sub, υπο, υποκατηγορίες, επιμέρους, υπό

GT GD C H L M O
subcontracting /ˌsəbkənˈtrakt/ = USER: υπεργολαβίας, υπεργολαβία, υπεργολαβίες, με υπεργολαβίες, υπεργολαβίες Τμήμα

GT GD C H L M O
successful /səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος; USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς

GT GD C H L M O
suppliers /səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτές; USER: προμηθευτές, προμηθευτών, τους προμηθευτές, οι προμηθευτές, των προμηθευτών

GT GD C H L M O
sustain /səˈsteɪn/ = VERB: συντηρώ, υποστηρίζω, βαστάζω, υποφέρω; USER: διατηρήσουν, διατήρηση, διατηρηθεί, τη διατήρηση, διατηρήσει

GT GD C H L M O
targets /ˈtɑː.ɡɪt/ = NOUN: στόχος; USER: στόχων, στόχοι, στόχους, τους στόχους, οι στόχοι

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
teams /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; USER: ομάδες, ομάδων, οι ομάδες, ομάδα, τις ομάδες

GT GD C H L M O
territory /ˈter.ɪ.tər.i/ = NOUN: έδαφος, επικράτεια, περιοχή, χώρα, διαμέρισμα; USER: έδαφος, επικράτεια, περιοχή, εδάφους, έδαφός

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
training /ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση; USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
turnaround /ˈtɜːn.ə.raʊnd/ = USER: μεταστροφή, ανάκαμψη, ολοκλήρωσης, ανάκαμψης, αναστροφή

GT GD C H L M O
university /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
usd = USER: USD, δολάρια, Δολ ΗΠΑ, δολαρίου, Εύρος

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
v /viː/ = USER: v, κατά, ν

GT GD C H L M O
ventures /ˈven.tʃər/ = NOUN: τόλμημα, διακύβευση; VERB: τολμώ, αποτολμώ, ριψοκινδυνεύω; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, κοινοπραξιών, κοινοπραξίες, εγχειρήματα

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
whenever /wenˈev.ər/ = ADVERB: οποτεδήποτε, οσάκις; USER: οποτεδήποτε, οσάκις, όποτε, κάθε φορά, όταν

GT GD C H L M O
winners /ˈwɪn.ər/ = NOUN: νικητής, κερδίσας; USER: νικητές, νικητών, οι νικητές, νικητές του, νικητές των

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
worth /wɜːθ/ = NOUN: αξία; ADJECTIVE: άξιος, αξίζων, αυτός που αξίζει; USER: αξία, αξίζει, αξίας, αξίζει να, αξίζει και, αξίζει και

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
young /jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός; NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου; USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων

GT GD C H L M O
yrs = USER: ετών, yrs, έτη, χρ.

313 words